ἐξαπατήσει

ἐξαπατήσει
ἐξαπάτησις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξαπατήσεϊ , ἐξαπάτησις
fem dat sg (epic)
ἐξαπάτησις
fem dat sg (attic ionic)
ἐξαπατάω
deceive
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐξαπατάω
deceive
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἐξαπατάω
deceive
fut ind act 3rd sg (attic ionic)
ἐξαπατάω
deceive
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐξαπατάω
deceive
fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἐξαπατάω
deceive
fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἐξᾱπατήσει , ἐξαπατάω
deceive
futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἐξᾱπατήσει , ἐξαπατάω
deceive
futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • ακατάφερτος — η, ο [καταφέρνω] 1. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταφέρει, να μεταπείσει ή να εξαπατήσει 2. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αμεθόδευτος — η, ο (AM ἀμεθόδευτος, ον) [μεθοδεύω] νεοελλ. ο δίχως μέθοδο, ο αμέθοδος μσν. ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δελεάσει, να τόν εξαπατήσει …   Dictionary of Greek

  • απαραλόγιστος — ἀπαραλόγιστος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να τον εξαπατήσει κάποιος …   Dictionary of Greek

  • δελεαστικός — ή, ό (AM δελεαστικός, ή, όν) [δελεάζω] ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει (α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες) …   Dictionary of Greek

  • διαβολιά — η 1. πανουργία 2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα 3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος] …   Dictionary of Greek

  • διπλοπροσωπία — η 1. η ιδιότητα τού διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια 2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • εμπρηστής — ο (Α ἐμπρηστής) νεοελλ. 1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος 2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη αρχ. αυτός που βάζει φωτιά …   Dictionary of Greek

  • ευκολογέλαστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εξαπατήσει, να ξεγελάσει εύκολα, ο ευαπάτητος, ο μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γελώ «ξεγελώ»] …   Dictionary of Greek

  • κολπατζής — ο, θηλ. κολπατζού αυτός που ξέρει και κάνει διάφορα κόλπα, τεχνάσματα, για να σαγηνεύσει ή να εξαπατήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπο + κατάλ. ατζής (< τουρκ. κατάλ. ci), πρβλ. μπετ ατζής, φορτηγ ατζής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”